- πάτῳ
- πάτοςtroddenmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
πατώ — πατάω / πατώ, πάτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πατώ — πάτησα, πατήθηκα, πατημένος 1. βάζω το πέλμα μου, βαδίζω πάνω σε κάτι. 2. ληστεύω, καταπατώ: Πάτησαν οι κλέφτες το χωριό. 3. συνθλίβω: Πρέπει να πατηθούν τα σταφύλια, για να βγάλουν κρασί. 4. για τροχοφόρα, περνώ πάνω από κάτι: Τον πάτησε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατῶ — πατέω eat pres subj act 1st sg (attic epic doric) πατέω eat pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαλοπατώ — πατώ με μεγάλα ή άτακτα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλο + πατώ] … Dictionary of Greek
κορνάρω — πατώ την κόρνα τού αυτοκινήτου, σφυρίζω με την κόρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cornare] … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
τσαλαπατώ — Ν 1. ποδοπατώ, καταστρέφω κάτι ποδοπατώντας το («βγήκε τρέχοντας έξω και τσαλαπάτησε ό,τι βρήκε μπροστά του») 2. εξευτελίζω, στραπατσάρω, τσαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το ρ. πατώ, έχουν, όμως, διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον… … Dictionary of Greek
αντιπατώ — ( άω κ. έω) (AM ἀντιπατῶ, άω) πατάω κι εγώ αυτόν που με πάτησε μσν. νεοελλ. 1. πατώ στερεά 2. περπατώ καμαρωτά 3. πατώ νεοελλ. 1. πατώ δυνατά με εναλλαγή των ποδιών (κυρίως στο πάτημα των σταφυλιών) 2. αντιστέκομαι … Dictionary of Greek
εμβαίνω — (AM ἐμβαίνω) μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι αρχ. 1. εμποδίζω, παρεμβαίνω 2. προχωρώ γρήγορα 3. επιβιβάζομαι σε πλοίο 4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι 5. πατώ πάνω σε κάτι 6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.) 7. πατώ ακροποδητί 8.… … Dictionary of Greek